- σύντριβ'
- σύντρῑβε , συντρίβωrub togetherpres imperat act 2nd sgσύντρῑβε , συντρίβωrub togetherimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντριψ — ιβος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που επιφέρει συντριβή 2. ως κύριο όν. Σύντριψ κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ τού συντρίβω + κατάλ. ς] … Dictionary of Greek